- λιβανωτός
- λιβανωτόςfrankincensemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιβανωτός — ο, και λιβανωτό, το (AM λιβανωτός, ὁ, Α και λιβανωτός, ἡ) η ρητινώδης αρωματική ουσία που εκκρίνεται από το δένδρο λίβανος, το λιβάνι («οὐδ ἂν θύσαιμ ...οὐδ ἐπιθείην λιβανωτόν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «καὶω λιβανωτό σε κάποιον» κολακεύω κάποιον,… … Dictionary of Greek
λιβανωτοῖς — λιβανωτός frankincense masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτοί — λιβανωτός frankincense masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτοῦ — λιβανωτός frankincense masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτούς — λιβανωτός frankincense masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτέ — λιβανωτός frankincense masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτῶν — λιβανωτός frankincense masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτῷ — λιβανωτός frankincense masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτόν — λιβανωτός frankincense masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek